- ναρκωτικός
- -ή, -ὁ (Α ναρκωτικός, -ή, -όν) [ναρκώνω]αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικάα) τοξικές ουσίες που προκαλούν εξασθένηση, διαστροφή ή και πλήρη αδράνεια τών λειτουργιών τού κεντρικού νευρικού συστήματος δημιουργώντας εθισμό και εξάρτησηβ) ιατρ. φάρμακα που μειώνουν τον πόνο ή προκαλούν αναισθησία απαραίτητη για την εκτέλεση χειρουργικής επέμβασης.
Dictionary of Greek. 2013.