ναρκωτικός

ναρκωτικός
-ή, -ὁ (Α ναρκωτικός, -ή, -όν) [ναρκώνω]
αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικά
α) τοξικές ουσίες που προκαλούν εξασθένηση, διαστροφή ή και πλήρη αδράνεια τών λειτουργιών τού κεντρικού νευρικού συστήματος δημιουργώντας εθισμό και εξάρτηση
β) ιατρ. φάρμακα που μειώνουν τον πόνο ή προκαλούν αναισθησία απαραίτητη για την εκτέλεση χειρουργικής επέμβασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναρκωτικός — ή, ό αυτός γενικά που προκαλεί νάρκωση: Φάρμακα ναρκωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναρκωτικά — ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc pl ναρκωτικά̱ , ναρκωτικός benumbing fem nom/voc/acc dual ναρκωτικά̱ , ναρκωτικός benumbing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρκωτικώτερον — ναρκωτικός benumbing adverbial comp ναρκωτικός benumbing masc acc comp sg ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρκωτικῶν — ναρκωτικός benumbing fem gen pl ναρκωτικός benumbing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρκωτικόν — ναρκωτικός benumbing masc acc sg ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρκωτικαί — ναρκωτικός benumbing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρκωτικοῖς — ναρκωτικός benumbing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρκωτικοῦ — ναρκωτικός benumbing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρκωτικήν — ναρκωτικός benumbing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρκωτικῷ — ναρκωτικός benumbing masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”